ταυρίζω

ταυρίζω
Α [ταυρεία]
τείνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταυρίζεται — ταυρίζω pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταυρισμένος — ταυρίζω perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποταυρίζῃ — ἀπό ταυρίζω pres subj mp 2nd sg ἀπό ταυρίζω pres ind mp 2nd sg ἀπό ταυρίζω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… …   Dictionary of Greek

  • ἐκταυριζομένων — ἐκ ταυρίζω pres part mp fem gen pl ἐκ ταυρίζω pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκταυρίζει — ἐκ ταυρίζω pres ind mp 2nd sg ἐκ ταυρίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρίσας — ταυρίσᾱς , ταυρίζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεσταυρίσθη — ἀνά , εἰσ ταυρίζω aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεσταύρισε — ἀνά , εἰσ ταυρίζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεσταύρισεν — ἀνά , εἰσ ταυρίζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”